γυαλικό

γυαλικό
το
σκεύος από γυαλί: Τα περισσότερα δώρα για το γάμο μας ήταν γυαλικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γυαλικό — το συνήθως στον πληθ. τα γυαλικά (και υαλικά) σκεύη από γυαλί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”